- βαυκός
- βαυκός, ή, όν,A prudish, affected, Arar.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαυκός — βαυκός, ο (Α) 1. τρυφερός, αβρός, μαλακός 2. προσποιητός, επιτηδευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
βαυκά — βαυκός prudish neut nom/voc/acc pl βαυκά̱ , βαυκός prudish fem nom/voc/acc dual βαυκά̱ , βαυκός prudish fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαυκόν — βαυκός prudish masc acc sg βαυκός prudish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαυκίδες — βαυκίδες, αι (Α) πολυτελή γυναικεία υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαυκός, χωρίς να αποκλείεται μία σχέση με το βαυκαλώ] … Dictionary of Greek
βαυκίζω — (Α) [βαυκός] χαϊδεύομαι … Dictionary of Greek
βαυκαλώ — βαυκαλῶ ( άω) (Α) 1. βαυκαλίζω 2. κραυγάζω 3. φροντίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ* και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω… … Dictionary of Greek